αιστάνομαι

αιστάνομαι
(αόρ. αιστάνθηκα) см. αισθάνομαι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αιστάνομαι" в других словарях:

  • αιστάνομαι — αίστημα, αίστηση, κ.λπ. βλ. αισθάνομαι*, αίσθημα*, αίσθηση* κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αισθάνομαι — αισθάνθηκα, και αιστάνομαι αιστάνθηκα 1. μτβ., αντιλαμβάνομαι κάτι με τις αισθήσεις μου, νιώθω: Αισθάνομαι πως τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. 2. αμτβ., διατηρώ τις αισθήσεις μου, συναισθάνομαι: Είναι πολύ βαριά άρρωστος, αλλά αισθάνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»